Το αγροτικό ζήτημα στη Θεσσαλία ξεκίνησε με την ένταξή της περιοχής στην ελληνική επικράτεια το 1881. Η ελλειμματική παραγωγή του νεοσύστατου κράτους σε σιτηρά αδυνατούσε να θρέψει τον πληθυσμό και να επιτρέψει την εκβιομηχάνιση της χώρας, επομένως ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος επιχείρησε να λύσει το πρόβλημα με την προσάρτηση της σιτοπαραγωγού Θεσσαλίας.
Επί Τουρκοκρατίας οι κολίγοι της Θεσσαλίας είχαν τη νομή της γης που καλλιεργούσαν, των οικιών και τον βοσκότοπων και δεν επιτρεπόταν να εκδιωχθούν από αυτή, ενώ σε αντάλλαγμα οι τσιφλικάδες είχαν δικαίωμα εισπράξεως των προσόδων επί των μεγάλων εκτάσεων. Εν όψει της προσάρτησης, οι Τούρκοι φεουδάρχες πούλησαν τις εκτάσεις σε Έλληνες εμπόρους της Κωνσταντινούπολης ή των παροικιών, οι οποίοι αποδείχθηκαν χειρότεροι δυνάστες. Σε αντίθεση με το οθωμανικό, το αστικό νομοθετικό πλαίσιο του ελληνικού κράτους στερούσε από τις καλλιεργητικές συμβάσεις τον ισόβιο και κληρονομικό χαρακτήρα τους και επέτρεπε τον εκδίωξή των αγροτών.
Πλέον οι κολίγοι είχαν ιδιαίτερα επαχθείς οικονομικές υποχρεώσεις. Έπρεπε να δίνουν στο τσιφλικά το 1/3 ή το 1/2 της παραγωγής καθώς και άλλα προϊόντα, ενοίκιο για τη βοσκή των ζώων τους και να στέλνουν μια γυναίκα για ζύμωμα. Υφίσταντο ταπεινώσεις όπως το μαστίγωμα ή ο βιασμός των γυναικών τους, ενώ διέμεναν σε τρώγλες.
Οι αγρότες αντέδρασαν έντονα, απαιτώντας είτε την επαναφορά του προηγούμενου καθεστώτος είτε τη δυνατότητα απαλλοτριώσεων. Η αρνητική στάση του Χαρίλαου Τρικούπη, ο οποίος δεν ήθελε να απαλλοτριώσει τη γη χάνοντας τους ξένους επενδυτές, οδήγησε σύντομα σε πιο οργανωμένες δράσεις. Στην αυγή του 20ού αιώνα δημιουργήθηκαν οι πρώτοι αγροτικοί σύλλογοι σε Λάρισα, Καρδίτσα και Τρίκαλα και ξεκίνησαν κινητοποιήσεις, συλλαλητήρια, ψηφίσματα σε Κυβέρνηση, Βουλή και Βασιλιά κλπ.
Η δύναμη του κινήματος ενισχύθηκε από τη δολοφονία του αγροτιστή Μαρίνου Αντύπα από όργανο των τσιφλικάδων το 1907, τις απεργίες των Βολιωτών καπνεργατών, το κίνημα στο Γουδί και τις παλαιότερες αγροτικές εξεγέρσεις επί σταφιδικής κρίσης. Το 1910 το κίνημα έφτασε στο αποκορύφωμά του, όταν το προγραμματισμένο πανθεσσαλικό συλλαλητήριο της Λάρισας εξελίχθηκε σε αιματηρή εξέγερση.
Όλα ξεκίνησαν από το χωριό Κιλελέρ, όπου 200 χωρικοί θέλησαν να επιβιβασθούν σε τρένο χωρίς να πληρώσουν εισιτήριο για να μεταβούν στη Λάρισα. Μετά την άρνηση του επιβαίνοντος διευθυντή των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων, οι αγρότες ξεκίνησαν να λιθοβολούν το συρμό καθώς απομακρυνόταν. Ένα χιλιόμετρο πιο πέρα, ομάδα 800 χωρικών σταμάτησε το τρένο. Στις συμπλοκές που ακολούθησαν, στρατιωτικοί που επέβαιναν στο συρμό πυροβόλησαν τον όχλο, σκοτώνοντας 2-4 αγρότες και τραυματίζοντας άλλους. Τα επεισόδια συνεχίστηκαν στο χωριό Τουλάρ με 2 νεκρούς και 15 τραυματίες, ενώ όταν τα νέα έφτασαν στη Λάρισα οι συμπλοκές μεταξύ διαδηλωτών και στρατού επεκτάθηκαν με 2 ακόμα νεκρούς μετά την επέμβαση του ιππικού.
Αργότερα πραγματοποιήθηκε ειρηνικά το συλλαλητήριο και διαβάστηκε το ψήφισμα της συγκέντρωσης, με το οποίο οι αγρότες ζητούσαν άμεση υποβολή και ψήφιση του νομοσχεδίου για την απαλλοτρίωση, την αύξηση των κονδυλίων του Γεωργικού Ταμείου και εξέφρασαν την οδύνη τους «για την άδικον επίθεσιν κατά του φιλήσυχου και νομοταγούς λαού, ής θύματα υπήρξαν άοπλοι και αθώοι λευκοί σκλάβοι της Θεσσαλίας». Πολλοί ήταν οι συλληφθέντες και προφυλακιστέοι διαδηλωτές, όλοι όμως αθωώθηκαν στις 23 Ιουνίου του ίδιου έτους.
Η εξέγερση κέρδισε τη συμπάθεια του ελληνικού λαού, εντείνοντας τις πιέσεις για επίλυση του ζητήματος και φουντώνοντας το αγροτικό κίνημα σε ολόκληρη τη χώρα. Μετά τα πρώτα νομοθετικά μέτρα που έλαβε ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπέρ των κολίγων το 1911 ακολούθησαν και άλλες κινητοποιήσεις, οι οποίες σε συνδυασμό με τις πιέσεις των αστών και τις διεκδικήσεις των μικρασιατών προσφύγων οδήγησαν στην αγροτική μεταρρύθμιση του 1917-1922, με τις πρώτες απαλλοτριώσεις από την κυβέρνηση Πλαστήρα.
αναδημοσίευση από tvxs.gr-
Το Κιλελέρ
Στο μεταξύ, το αγροτικό κίνημα έπαιρνε μεγάλες διαστάσεις στη Θεσσαλία. Στις 27 Φεβρουαρίου 1910, πραγματοποιήθηκαν αγροτικά συλλαλητήρια στην Καρδίτσα, στους Σοφάδες και στα Φάρσαλα, με αίτημα την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών. Στην Καρδίτσα 15.000 αγρότες συγκεντρώθηκαν με όπλα και μαύρες και κόκκινες σημαίες. Οι αγρότες από το χωριό Καλιφώνι μπήκαν στην πόλη με αναρχικά συνθήματα, όπως «Κάτω τα κόμματα», «Απαλλοτρίωση», «Ζήτω η αγροτική ιδέα», «Λευτεριά» κ.λπ. Αποκλείσθηκε ο σιδηροδρομικός σταθμός, αφού ακινητοποιήθηκε ένα τραίνο και τραβέρσες στήθηκαν στις γραμμές για να σταματήσουν ένα άλλο που ερχόταν. Ο μηχανοδηγός αρνήθηκε να σταματήσει και οργισμένοι αγρότες πετροβόλησαν το τραίνο, ενώ συγκρούστηκαν με την έφιππη χωροφυλακή. Το βράδυ διαλύθηκαν.
Στους Σοφάδες οπλισμένοι αγρότες σταμάτησαν το τραίνο που πήγαινε στην Καρδίτσα και αποβιβάστηκαν σε αυτό, χωρίς ούτε ένας να πληρώσει εισιτήριο. Στα Φάρσαλα από την προηγούμενη μέρα έκλεισαν όλα τα καταστήματα μετά από διαταγή μιας επιτροπής αγροτών. Ένας έμπορος τοκογλύφος δεν έδωσε σημασία και οι αγρότες του έσπασαν το κατάστημα. Τις επόμενες μέρες επιβλήθηκε, όμως, κρατική τρομοκρατία και δεκάδες αγρότες συνελήφθησαν ως πρωταίτιοι ή συμμετέχοντες στις εκδηλώσεις αυτές.
Την 1η Μαρτίου 1910, 400 χωρικοί, οπλισμένοι με γκράδες (πολεμικά όπλα της εποχής), πήγαν στο σιδηροδρομικό σταθμό του χωριού Ορφανά και σταμάτησαν το τραίνο και το κατέλαβαν, δηλώνοντας ότι αν δεν γίνει η απαλλοτρίωση των τσιφλικιών, την επόμενη φορά θα καταστρέψουν το σταθμό. Την ίδια μέρα, στα χωριά Τσαχμάτ, Κοντού και Κρύα Βρύση Φαρσάλων, αγρότες επιτέθηκαν και έκαψαν αποθήκες τσιφλικάδων. Οι διάφορες κινητοποιήσεις, όμως, συνεχίστηκαν, όπως, για παράδειγμα, ένα ένοπλο και αρκετά επαναστατικό συλλαλητήριο στην πόλη της Καρδίτσας, στις 11 Νοεμβρίου 1909.
Στις 6 Μαρτίου 1910, προγραμματίστηκε αγροτικό συλλαλητήριο στη Λάρισα. Στην αρχή, οι αγρότες θέλησαν να κατέβουν οπλισμένοι, αλλά κάποιοι δήμαρχοι, πολιτικοί και άλλοι κατόρθωσαν να τους πείσουν να κατέβουν άοπλοι. Έτσι και έγινε. Το κάθε χωριό εισερχόταν στην πόλη με μαύρες και κόκκινες σημαίες. Η Λάρισα στρατοκρατείτο στην κυριολεξία. Αλλά στο χωριό Κιλελέρ (σημερινή Κυψέλη) οι αγρότες κατέλαβαν το τραίνο και θέλησαν να πάνε στη Λάρισα χωρίς να πληρώσουν εισιτήριο. Μέσα στο τραίνο βρισκόταν και ο διευθυντής της Εταιρίας Θεσσαλικών Τραίνων «Λαρισαϊκή» Πολίτης, με κάποιον Φίσερ, Γερμανό δημοσιογράφο. Όταν έμαθε ότι οι αγρότες δεν ήθελαν να πληρώσουν εισιτήριο, διέταξε τους σιδηροδρομικούς να τους κατεβάσουν κάτω. Οι αγρότες υπάκουσαν, γιατί στο τραίνο υπήρχε και στρατός. Αλλά ξαφνικά κατάλαβαν ότι δεν έκαναν καλά και άρχισαν να πετροβολούν το τραίνο και να γιουχάρουν τον Πολίτη. Το τραίνο ξεκίνησε, αλλά μετά από ένα χιλιόμετρο το σταμάτησαν 1.000 περίπου αγρότες που απαίτησαν να πάνε δωρεάν στη Λάρισα. Ο Πολίτης άρχισε να βρίζει τους αγρότες, ενώ διατάχθηκαν οι στρατιώτες να πυροβολήσουν. Έτσι σκοτώθηκαν δύο αγρότες, ενώ μερικοί άλλοι τραυματίσθηκαν. Το τραίνο έφθασε στο σταθμό Τσουλάρ, όπου βρίσκονταν άλλοι αγρότες, οι οποίοι φώναζαν συνθήματα, όπως «Ζήτω η Λευτεριά» και «Κάτω οι τσιφλικάδες» και άρχισαν και αυτοί να πετροβολούν το τραίνο. Ακολούθησαν νέοι πυροβολισμοί από τους στρατιώτες, με αποτέλεσμα άλλους δύο νεκρούς αγρότες. Οι 4 νεκροί του Κιλελέρ ήταν οι Στέφανος Ακριβούσης, Αντώνιος Δημητρίου, Στέφανος Ευαγγέλου και Αθανάσιος Σαρτζιλαριώτης.
Όταν μαθεύτηκαν τα συμβάντα αυτά στη Λάρισα, οι συγκεντρωμένοι αγρότες εξαγριώθηκαν. Ο στρατός τους διέταξε να διαλυθούν, αλλά αυτοί αρνήθηκαν και προχώρησαν προς τον σιδηροδρομικό σταθμό. Ο στρατός πυροβόλησε και αρκετοί αγρότες τραυματίστηκαν. Άρχισαν μάχες, ενώ τρεις έφιπποι στρατιώτες γκρεμίστηκαν από τα άλογα τους. Τραυματίστηκε ένας υπίλαρχος. Οι αγρότες έσπασαν τον κλοιό του στρατού και προχώρησαν. Ένας ανθυπίλαρχος που διέταξε τους στρατιώτες, με τη φράση «Χτυπάτε τα σκυλιά, τους αναρχικούς», τραυματίστηκε στο χέρι από πέτρα.
Ενώ οι συμπλοκές εξελίσσονταν, μπήκαν στην πόλη 1.000 περίπου αγρότες, που έρχονταν από διάφορα χωριά και ρίχτηκαν και αυτοί στις μάχες, με πέτρες, καδρόνια, ξύλα και άλλα αντικείμενα. Οι αγρότες έσπασαν και πάλι τον κλοιό του στρατού και έφθασαν στην κεντρική πλατεία της Λάρισας. Στο ξενοδοχείο «Πανελλήνιον» ο στρατός - ένας λόχος μηχανικού - διατάχθηκε να ανοίξει πυρ αλλά οι στρατιώτες αρνήθηκαν να πυροβολήσουν και ενώθηκαν με τους αγρότες. Στην πλατεία δύο πολιτικοί επιχείρησαν να βγάλουν λόγο, αλλά οι αγρότες τους απάντησαν: «Δεν θέλουμε λόγια σήμερα, αύριο τα λέμε που θα έρθουμε πάλι και θα έρθουμε με τους γκράδες. Ας όψεστε εσείς οι δήμαρχοι που μας πήρατε στο λαιμό σας. Καλά θέλαμε εμείς να κατεβούμε με τους γκράδες, μα δεν μας αφήσατε και μας φέρατε εδώ να μας σφάξουν σαν τα σκυλιά».
Τα γεγονότα αυτά πυροδότησαν επαναστατικές τάσεις σε όλη την περιοχή, γιατί παρόμοια γεγονότα εκτυλίχθηκαν την ίδια μέρα ή τις ίδιες μέρες στα Φάρσαλα καθώς και σε διάφορα άλλα μέρη της Θεσσαλίας, σύμφωνα με δημοσιεύματα της εφημερίδας «Πανθεσσαλική», ενώ τα γεγονότα απέκτησαν διεθνή προβολή και ενδιαφέρον.
Στις 15 Νοεμβρίου 1910, ο τότε πρωθυπουργός Ε. Βενιζέλος επισκέφθηκε τα Τρίκαλα και αναμενόταν να μεταβεί στο Βόλο. Ενώ επέβαινε στο τραίνο, περίπου 11 χιλιόμετρα ανατολικά της Καρδίτσας κάποιοι είχαν τοποθετήσει σιδερένιους πασσάλους στη γραμμή για να ακινητοποιήσουν το τραίνο, αλλά ο οδηγός κατάφερε και το σταμάτησε έγκαιρα. Ο Βενιζέλος δήλωσε επί τόπου ότι κάποιοι αγρότες τοποθέτησαν τους πασσάλους εκεί, σε μια προσπάθεια να εκτροχιαστεί το τραίνο επειδή ο ίδιος ήταν υπέρ των τσιφλικάδων. Έτσι, το γεγονός αυτό προβλήθηκε ως απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου. Άρχισαν συλλήψεις και, τελικά, οδηγήθηκε στο Κακουργιοδικείο Λαμίας με βαριές κατηγορίες, ο αγρότης Απόστολος Πούλιος. Αλλά στις 18 Ιουνίου ο Πούλιος αθωώθηκε.
Το αγροτικό κίνημα και ο Μαρίνος Αντύπας
Με την αποχώρηση των Τούρκων από τη Θεσσαλία, οι αγρότες νόμισαν ότι τα βάσανά τους τελείωσαν οριστικά, ότι η γη θα μοιραζόταν σε όλους ίσα και ότι μια νέα εποχή θα άρχιζε. Αλλά απογοητεύτηκαν όταν διαπίστωσαν ότι παρά την αποχώρηση των Τούρκων, παρέμειναν οι Έλληνες τσιφλικάδες και παρατρεχάμενοί τους, οι οποίοι συνέχισαν να εκμεταλλεύονται άγρια τους αγρότες. Ταυτόχρονα, όμως άρχισε και η αντίσταση των αγροτών, οι οποίοι αρνούνταν την κυριότητα των κεφαλαιούχων στη γη. Παράλληλα με την άρνηση της κυριότητας ή την άρνηση να υπογράφουν οτιδήποτε, άρχισαν και τις καταλήψεις τσιφλικιών τα οποία άρχισαν αμέσως να καλλιεργούνται. Αυτό άρχισε το 1881 πρώτα στο χωριό Σκλάταινα (Ρίζωμα) στα Χάσια Τρικάλων και επεκτάθηκε και σε άλλες περιοχές του Θεσσαλικού κάμπου. Η κυβέρνηση Κουμουνδούρου και οι τότε αρχές, άρχισαν να στέλνουν τη χωροφυλακή και τμήματα στρατού για να εφαρμόζονται οι διάφορες εξαγγελίες και διαταγές τους, αλλά οι αγρότες αντιστέκονταν δυναμικά. Πολλές ήταν οι εξεγέρσεις των αγροτών, οι συγκρούσεις με τα όργανα καταστολής, οι συλλήψεις και πολλές φορές τα χωράφια βάφτηκαν με αίμα. Αλλά και οι μετέπειτα κυβερνήσεις Χ. Τρικούπη και άλλων ακολούθησαν την ίδια τακτική, με αποτέλεσμα ο Θεσσαλικός κάμπος να είναι σχεδόν πάντα ανάστατος.
Το 1883-1884 κυκλοφορούσε μια μικρή εφημερίδα «Οι Εργάται», η οποία πρόβαλε ξεκάθαρα τους αγώνες και τα δίκαια των αγροτών.
Τον Φεβρουάριο του 1900, κυκλοφόρησε στο Βόλο η σοσιαλιστική εφημερίδα «Πανθεσσαλική» από τον Σοφοκλή Τριανταφυλλίδη, η οποία έγινε το κατ’ εξοχήν όργανο των αγροτικών συμφερόντων.
Η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε επί δεκαετίες. Στις 4 και 5 Ιουνίου 1907, σημειώθηκαν καταστροφικές πλημμύρες στα Τρίκαλα, με εκατοντάδες νεκρούς και εκατοντάδες σπίτια κατεστραμμένα, αλλά η τότε κυβέρνηση δεν έκανε απολύτως τίποτε για να βοηθήσει τους πλημμυροπαθείς. Στις 6 Ιουλίου 1907, έγινε μεγάλο συλλαλητήριο με αίτημα ανοικοδόμηση της πόλης. Αλλά και πάλι η κυβέρνηση δεν έκανε τίποτε. Μέχρι που ξέσπασε βίαιη εξέγερση στις 24 Ιανουαρίου 1908, αλλά και η κυβέρνηση αφού έδωσε κάποιες υποσχέσεις που γρήγορα ξεχάστηκαν.
Το ζήτημα της απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών, όχι μόνο στη Θεσσαλία αλλά και σε ολόκληρη την «ελλαδική» επικράτεια, ήταν ένα από τα ζητήματα εκείνα που δέσποζαν στην επικαιρότητα εκείνη την εποχή, ζήτημα της ίδιας βαρύτητας με αυτό του σταφιδικού της Δυτικής Πελοποννήσου. Οι μαχητικές διαδηλώσεις, τα ένοπλα συλλαλητήρια, οι επιθέσεις σε δημόσια κτίρια και οι συμπλοκές με τις δυνάμεις καταστολής, ήταν γεγονότα που διαδέχονταν το ένα το άλλο με πρωτοφανή ταχύτητα.
Το διάστημα 1908-1909 αρκετοί ήσαν εκείνοι οι προπαγανδιστές οι οποίοι περιόδευαν στα χωριά και τις πόλεις της Θεσσαλίας, προσπαθώντας να διαδώσουν επαναστατικές, σοσιαλιστικές και αναρχικές ιδέες. Εκτός από τον Μαρίνο Αντύπα, τέτοιοι προπαγανδιστές ήσαν ο γιατρός Βασίλης Γρίβας και ο Χαράλαμπος Δημακόπουλος, για τον οποίο λέγεται ότι ήταν αναρχοαγροτιστής.
Ο σημαντικότερος όλων, όμως, ήταν ο Μαρίνος Αντύπας, ο οποίος γεννήθηκε στα Φερεντινάτα Κεφαλλονιάς το 1872, γόνος μιας όχι και τόσο πλούσιας οικογένειας. Στο Αργοστόλι έμαθε τα πρώτα γράμματα. Το 1897, ενώ φοιτούσε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθήνας, μυήθηκε στις επαναστατικές ιδέες της εποχής. Έγινε μέλος του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου του Καλλέργη και μάλιστα στις αρχές Φεβρουαρίου 1896 ήταν ομιλητής σε συγκέντρωση 200 περίπου χωρικών στη Βιτρίτσα, όπου μίλησε για το σοσιαλισμό. Αργότερα, με τη διάσπαση του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου, συνεργάστηκε για ένα διάστημα με τον Σοσιαλιστικό Σύνδεσμο «Κόσμος», ενώ αργότερα έγινε μέλος του Σοσιαλιστικού Συλλόγου.
Συμμετείχε, επίσης, το 1896 ως εθελοντής στην εξέγερση της Κρήτης όπου απέσπασε το γενικό θαυμασμό για τη γενναιότητά του. Το 1897 επανήλθε στην Αθήνα με δύο τραύματα στο στήθος. Στην Αθήνα άρχισε να οργανώνει δημόσιες ομιλίες για το σοσιαλισμό και τις επαναστατικές ιδέες, ενώ τον ίδιο χρόνο (1897) οργάνωσε και μίλησε σε συλλαλητήριο στην Ομόνοια εναντίον των Μεγάλων Δυνάμεων και του βασιλικού καθεστώτος της Ελλάδας, κατηγορώντας τους για την ήττα στον πόλεμο του χρόνου αυτού. Για το συλλαλητήριο αυτό συνελήφθη και παραπέμφθηκε σε δίκη, στις 8 Ιανουαρίου 1898, όπου καταδικάστηκε σε ένα χρόνο φυλάκιση.
Όταν αποφυλακίσθηκε, προσπάθησε να συνεχίσει τις σπουδές του, αλλά, τελικά, τις εγκατέλειψε και εγκαταστάθηκε στην Κεφαλονιά, όπου στις 29 Ιουλίου 1900 εξέδωσε την εβδομαδιαία εφημερίδα «Ανάστασις». Με τα άρθρα του, όμως, προκάλεσε διώξεις και μηνύσεις και η εφημερίδα έκλεισε μόλις στο πρώτο της φύλλο.
Το 1905 ο Αντύπας πρέπει να μίλησε και σε άλλο συλλαλητήριο για το Κρητικό Ζήτημα. Γράφει στις 15 Αυγούστου 1905 η καθημερινή εφημερίδα της Πάτρας «Νεολόγος»:
αναδημοσίευση από http://ngnm.vrahokipos.net
-
ΜΑΡΙΝΟΣ ΑΝΤΥΠΑΣ(1872-1907)Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ ΤΟΥ ΚΑΙ Η
ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΙΣ ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ
εδώ το βιβλίο του ΒΑΓΓΕΛΗ ΣΑΚΚΑΤΟΥ
-
No comments:
Post a Comment