Νεολιθικὴ νυχτωδία στὴν Κρονστάνδη
Τραυλίζοντας οἰκουμένη καθὼς
ἡ πραγματικότητα χωλαίνει κι ὅπως
ἀσπροφωλιάζει ἡ λευτεριὰ στὸν ἄστοργο πάγο
περικαλιόμαστε τὴ σώτειρα τήξη.
(Νὰ ἰδοῦμε ἂν ἡ ἄνοιξη θὰ συνδράμει τὰ ὄνειρά μας.)
Ἕνας ναύτης: Τὸ μυαλὸ πῶς μαλακώνει στὰ Οὐράλια;
Ἕνας ἄλλος ναύτης: Τί θέλεις νὰ πεῖς; Δὲν κατάλαβα.
μουχλιάζει τὸ τηλέφωνο, εὐδαιμονία
..............
Νοστάλγησα τὰ ὀρυχτὰ τὴν ἄφωνη
θηλαστική μου ἱερότητα
κι ἀνατρέχω στὸν ὕπνο ποὺ μὲ σῴζει
εἶναι ὁ πρόχειρος θάνατος
ἕνα κλούβιο ρολόι
χωρὶς τὰ πρὶν καὶ χωρὶς τὰ μετὰ
δὲν ᾖρθα δὲ φεύγω θὰ σταματήσω.
- Ἡ ἐξουσία εἶναι τῆς Ἱστορίας ἡ εὐκοιλιότητα.
- Στὸ χωριό μου τὴ λένε γλεντοκώλα.
.............
- Φθέγγομαι τρόμο. Καὶ ἐπιτέλους τί νομίζεις πῶς εἶναι
τὰ ἰδανικά; Εἶναι ὅπως ἀλευρώνουμε τὰ ψάρια πρὶν
ἀπὸ τὸ τηγάνισμα.
...........
Δούλα τοῦ φωτὸς πεταλούδα, φτερὰ καὶ χνούδι
σὲ ἐξωφρένεια!
Ὁ ἔκλυτος Δίας κρατεῖ κεραυνοὺς ἀναφαίρετους
δίχως ἀκόμη πυροδότηση
χορταίνοντας ὅραση βλακείας
καθεζόμενος ὑπεράνω πάσης κοσμολογίας.
Κ᾿ ἡ μούρη τῶν ἀλόγων τοῦ Φαέθοντα ἔναντι τοῦ
κενοῦ με ἄφρη κοσμικῆς ὕλης.
Ἀσθενοφόρο γρήγορα γιὰ τὸν βασιλέα Λήρ!
Εὐωδιάζουμε ἀπὸ τρέλα.
Δὲν πιάνουν τὰ φρένα,
χανόμαστε στὴ διαιρετότητα τοῦ Ζήνωνα.
................
Ἡ Ἄννα (ποὺ πλησιάζει): Τί νέα ἔχουμε ἂπ τὴν πραγματικότητα;
......
Νικολάι: Φοβᾶμαι, σύντροφε. Καὶ ἡ ἐπίθεση ἐπίκειται.
Ὁ Λένιν ἔχει ἐμπλακεῖ στὴ μοῖρα.
- Πανάκριβα ραφτικά.
.............
- Οὐτοπία.
- Μὰ ὅμως ἀναιρέσαμε τὸ δάσος.
- Βροχὲς μανάδες ... Ἄραχλε!
Νὰ καὶ ὁ τρισάθλιος ἥλιος. Μιὰ χλεμπόνα
στ᾿ οὐρανοῦ τὸ κατεστημένο.
..............
- Μὲ σφίγγει μία ἀλήθεια, τῆς παραδίνομαι. Μὲ σφίγγει μία
ἄλλη, κι αὐτηνῆς τῆς παραδίνομαι. Διατρέχοντας τοῦ μυαλοῦ
τὴν ὠμότητα. Λέω αἷμα τοῦ ψύλλου κι ἀμέσως
ὀσφραίνομαι ρούμι.
- Παραδέρνεις. Ἀλλὰ ἐμένα τὰ μάτια μου διεκδικοῦσαν ἑνότητα
ὀπτικῆς, ἐκκένωση τραγῳδίας. Οὐδέποτε ὑπέφερα τὶς
ἀντιφάσεις. Ἀμφὶ καὶ ρέπω, ὄχι!
- Χρεμετίζεις φαντασία.
[Τὴν ἡμέρα ἐκείνη γεννήθηκα μόνος μου, δὲν εἶχα βιολογικὸ
προηγούμενο. Σούρθηκα στὴν τρώγλη τῆς ἁπλῆς ἀριθμητικῆς.
Ἐκεῖ διαλάμποντας ἐνωτίστηκα κόκαλα.]
Ὑπερφίαλο φῶς ἰσχνότητα τοῦ ἔρωτα!
Τί νᾶν τὰ λέμε. Αὐτοψυχίατρος εἶναι ὁ ποιητὴς
μὲ καθαρὸ οἰνόπνευμα.
Κυρίως θὰ λεγᾳ θεοσταγὴς καὶ προ-ἰοῦσα σφῆκα.
Θὰ γαλαζώσει πάλι.
- Μὰ εἶναι κι ὁ ἄλλος ἔρωτας, ὁ γενετήσιος.
- Τί νὰ σοῦ κάνει αὐτός. Ἂν θέλεις, βάζει λίγα παγάκια στὴ
μελαγχολία μου.
.....................
Εἴθε νὰ μὴν ὑπῆρχα
μαβὴς ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς, ἀλητεία.
Κι ἂν εἶπα τὶς προάλλες τὴ ζωὴ ἀντίρρηση τοῦ σκούληκα
δὲν ἔπαψε νὰ φουγαρίζει μέσα μου χαώδης
ἡ ἀπελπισία.
Θὲς τὸ ζῷο θὲς ὁ ἅγιος τίμημα ἡ ἀπουσία.
Κορφόνυχα μὲς στὴ φωτιὰ σὲ ταραχώδη θράκα
χρονάκια μου καὶ χρόνια
ἔκανα ῾γὼ τὸ μπόι μου βλαστοβολώντας ὕψος
χωρὶς νὰ συμβουλεύομαι
κακοὺς ὀνειροκρῖτες καὶ θολὰ μαντεῖα.
Δὲν ἀναμέτρησα κινδύνους, ἀποτεφρώθηκα.
Πίστεψα στὰ χρυσάνθεμα ὁρκίστηκα στὴ χλόη
κι ὅπως ρεκάζει ἐπιστήθιος ἄνεμος ἀπὸ βροχερὰ
συμπεράσματα
στὰ ἐρυθρὰ χαλάσματα τοῦ ἥλιου ξαναφαίνομαι
κι ἀνιστορῶ τὰ ρόδινα νεφρά μου.
...............................
Εἴτε στὸν ὕπνο (πὰξ) εἴτε στὴν ἐγρήγορση (κοὰξ) ὀνομάζομαι
γοργὰ μελλοθάνατος.
..............
Θρομβώδη φυλλώματα, συνεσθίομαι
μαζὶ μὲ τ᾿ ἄνθη
διασχίζω τοὺς γάμους τῶν θάμνων
ἀναφλέγοντας τὸ γραφτό μου σὲ ἄναρθρους
ὄρθρους
κι ἀποτυχίζω τὴν ἀπόγνωση κατακείμενος
ὄρθιος.
............
Λέω συχνὰ τὰ νεφρά μου θὰ ὑπερισχύσουν.
Ἐν τούτοις μαθητεύω πιὰ συνέχεια σὲ τρόμο
κάθε βράδυ ξαναστοχάζω πὼς ὄχι
δὲ θὰ ξυπνήσω
κάθε πρωὶ ξεριζώνω φλέγματα ὑποφέροντας
μίαν ἄγρια ναυτία ποὺ δὲν ἐξελίσσεται ὁλότελα
κι ἀνατριχιάζω
κάτι νύχτες μὲ ἐθελούσιο μαῦρο κάτι νύχτες
ἀπὸ τεράστια αἱμοχαρῆ φεγγάρια
γιὰ νὰ διαλευκάνω ἐπιτέλους τὰ ἄσπρα μου
μαλλιὰ ὡς τὴ συντέλεια.
Δὲ θυμᾶμαι θυμάρι ποὺ νὰ μὴν ἀνάδωσε πάντοτε
τὴν εὐωδιά του
μὲ ἥλιους ὀρεινοὺς ἀναφωνήματα στὴ μνημοσύνη.
Δὲν ξέρω τί κάνει τὸ συκῶτι μου δὲν ξέρω
τί κάνει ἡ καρδιά μου
μαστίζομαι ἀπὸ ἔνοχη θέαση κι ἀνωφερῆ
ἀχτημοσύνη
χαράζω σύμφωνα καὶ ἐκφέρω φωνήεντα φρίκης.
- Θρησκευτικὴ ὑπόθεση. Κι ὁ χρόνος τώρα δὲν εἶναι
μαγνητοταινία τῆς αἰωνιότητας. Ἀνακρούεται ἐπιστήμη,
κουκιὰ μετρημένα. Μὰ εἶναι ἀμπόρετο νὰ τσιμπήσει κανεὶς
τὴ θάλασσα.
Ἡ Ἱστορία τελικὰ συναναστρέφεται ἀγάλματα.
...............
- Τί ἐστὶ λάμψη;
- Ποιὸς ἀποφάσισε τὰ πτώματά μας;
--------------------
- Ξέχειλα τὰ ὁράματά μας. Ἐμπλουτισμένοι ἀθανασία.
- Νυμφίοι τῆς ἐλπίδας ἀρουραῖοι.
[Λάμπουμε ὅλοι στὴν Κρονστάνδη. Στὴν πιὸ περήφανη γεωγραφία]
....................
Σὲ βοερὰ μνημόσυνα βορᾶς κι ἀθῴας βαρβαρότητας
μὲ πετεινῶν ἀθλήματα στοὺς χαμηλόκορμους οὐρανοὺς
ὡσότου πιάσουν ἕνα γῦρο οἱ βροχάδες τὰ πρωτόνερα
ὥσπου νὰ ἀνοίξει τῆς χυνοπωριᾶς τὸ κατουροβάρελο.
Θά ῾τανε πέρσι.
Ρεμβώδη νοήματα, τυραγνία τοῦ βῆχα, σκελετὸς ἀπὸ μέσα .....
...........
[Βραδυάζει στὸ κείμενο.
Ἡ κατακρήμνιση τοῦ ἀπογεύματος: ὡριμότητα.]
- Ἂν ἕλιωνε ὁ πάγος, ἂν τοὺς προλάβαινε ἡ Ἄνοιξη ...
........δὲν ἔχει ὅρια ἡ εὐφράδεια τῆς Σταύρωσης
οὔτε τὸ πορτοκαλὶ ποὺ μὲ τύφλωνε
φωσφορίζοντας
μὰ ἐγὼ τὴ γλῶσσα τὴν ἀποκλήρωσα
δὲ μαζεύω ψυχοχάρτια χαζεύω τὴν ἀγριότητα
οἱ καιόμενες πορφυρὲς δεκαετίες
ἀπὸ ὑδρόγεια νόηση
καὶ ἀναπηδᾷ στὴ χύτρα τοῦ πεπρωμένου
ὁ χόχλακας.
Φεγγάρι μου βγαλμένο μάτι ρεμβάζω σου
τ᾿ ἀσπράδι.
.....................
Ἐγὼ λοιπὸν ἔκπληχτος ἀπὸ χέρι διαστέλλω γαλαξίες
κι ἀνατείνομαι ὄνειρος
ἀποβάλλοντας τὸ πραγματικὸ κι ἀναθυμούμενος μόλις
ἐκείνη τὴν ἀρτηρία τοῦ ἀόρατου
τὴν πλεξούδα τοῦ καπνοῦ σὲ ἀνώδυνο ὕψος .
Ἐδῶ ἐπιμένουμε ὅλοι.
- Ἄννα, τί συμβαίνει;
- Ἄρχισε ἡ ἐπίθεση.
- Ἄννα, ἔχε γειά, θὰ πεθάνουμε.
- Νικολάι, σ᾿ ἀγαποῦσα ὁλόκληρη.
- Μίαν ἄλλη φορά, θὰ ξαναγίνει, Ἄννα
.................................
διεδίδοτο δὲ ἐκάστῳ καθότι ἂν τὶς χρείαν εἶχεν -
KRONSTADT
-
I PENETRATED MATTER HOWLING
Two seas pursue me: life and death
two currents which, damn them, are in my heart . . .
I am trying to find in my dog-drunk head/second possessive pronoun/intelligence
– can’t be found. I didn’t petrify anything.Lets play the windslet’s sweetly play the damned.
What a sensuously-seasoned infant the poem and poor
Jesuswearing orange stained underwearis hung up every year in spring.
Our art: the ego’s most horrible disguise.
Βιογραφία,βιβλιογραφία και άλλα
-
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ(1901-1975)
Ο ΠΛΟΚΑΜΟΣ ΤΗΣ ΑΛΤΑΜΙΡΑΣ
Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της
όλοι μεγαλώνουμε.Οι δρόμοι είναι λευκοί. Τ' άνθη μιλούν.
Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά
μικρούτσικες παιδίσκες.
Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.
-Ο Μέγας Ανατολικός
«Μεταλλωρύχοι, ψυχοαναλυταί και ποιηταί της δράσεως και του λόγου, όσοι δεν περιορίζεσθε εις έστω και ωραία φληναφήματα της παρακμής, της "ντεκαντέντζας", χειρώνακτες και πνευματικοί, εργάται απάντων των εγκάτων, σύντροφοι, συνοδοιπόροι, συνερασταί και αδελφοί εν όπλοις...».
Με τα πύρινα αυτά λόγια ο Ανδρέας Εμπειρίκος διακόπτει, στο πιο κρίσιμο σημείο, την αφήγηση του «Μεγάλου Ανατολικού» τη στιγμή που αυτός αντιμετωπίζει τον Κυκλώνα, τη Μεγάλη Δοκιμασία, την απειλή του ναυαγίου για ν' απευθυνθεί σ' εκείνους ακριβώς, που στο έργο τους αναγνωρίζει τις δυνάμεις αντίστασης και άρνησης της παρούσας παρακμής, αλλά και την ταυτότητα του δικού του έργου.
Η τριπλή αναφορά στους μεταλλωρύχους, τους ψυχαναλυτές, τους ποιητές του λόγου και της δράσης δίνει τις συντεταγμένες και το στίγμα της εμπειρίκειας ποντοπορίας μέσα στον αιώνα που πέρασε, τη γραμμή πλεύσης του προς την επόμενη Χιλιετία. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΗ ΑΝΑΛΥΣΗ
ΡΙΠΗ Σαράντα χρόνια και σαράντα πέντε μέρες
Πριν ανοιχθούν οι κάμποι και οργωθούν
Πριν αναβρύσουν εκ βαθέων οι σποράδες
Κ' οι κοραλλένιες συμπληγάδες των νησιών
Πριν γίνει μάτι η συσπείρωσις του σκότους
Κι αλλάξουν λέπια τα θαλάσσια ζωντανά
Βγήκες ορθή σχεδόν γυμνή κ' απροκαλύπτως
Εντός αφάνταστης στιγμής που μας γελούσε
Μικρή παιδίσκη καθώς ύδωρ μιας πηγής.
ΣΤΕΑΡ
-
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ(1909-1990)
Κουβέντα μὲ τὸν Γιορντὰν Γιόφκωφ
ἀπὸ τὴ συλλογὴ Τὰ ἐπικαιρικά, δεύτερη ἔκδοση, Ἀθήνα, ἔκδ. Κέδρος, 1976, σσ. 365-368.
Γιορντάν, γνωρίζω αὐτὸ τὸ φαρδὺ οὐρανὸ τῆς πατρίδας σου ποὺ φιλοξενεῖ τὰ δέντρα,
αὐτὸ τὸ εὔφορο χῶμα, τὸ ἀμερόληπτο καὶ ὑπάκουο
ποὺ ἀνθίζει κάτω ἀπ᾿ τὰ ὁμόφωνα χέρια τοῦ λαοῦ σου.
Αὐτὸν τὸν Ἄγνωστο Χωρικό, ἐσὺ μοῦ τὸν σύστησες, Γιορντὰν Γιόφκωφ,
κι ἂς μὴν ἔχει τώρα τὸ μπαλωμένο ἐκεῖνο πουκάμισο
κι ἂς ἄλλαξε τὸ δισταχτικό του χαμόγελο μ᾿ ἕνα ξεκούμπωτο γέλιο,
-τὰ ἴδια μάτια, τὰ ἴδια χέρια, τὸ ἴδιο κομμάτι ψωμὶ στὸ χρῶμα τῆς καλοσύνης,
τὸ ἴδιο κι αὐτὸς θἄφηνε τὸ ψωμί του ἀνέγγιχτο ἂν ἀρρωστοῦσε τὸ ἄλογό του,
ἐκεῖνο τὸ ἄλογο ποὺ μὲς στὰ μάτια του σπιθίζανε δυὸ φοῦχτες δακρυσμένα ἀστέρια.
Γιορντὰν Γιόφκωφ, νἆσαι ἥσυχος - τὸ Ἄσπρο σου Χελιδόνι
ποὺ ἀναζητοῦσε τὸ χλωμὸ κορίτσι σου μὲ τὶς μακριὲς πλεξοῦδες,
τὄδα νὰ κάθεται στὰ τηλεγραφικὰ σύρματα τῆς Σόφιας
ὅταν μετέδιδαν τὶς εἰδήσεις ἀπ᾿ τὸ Πέμπτο Συνέδριο τῆς Εἰρήνης τοῦ Πλόβντιφ-
εἶχε τὸ σχῆμα τοῦ περιστεριοῦ,
τὸ στῆθος του ἦταν λεῖο κι ὀγκωμένο σὰν τὸ μαστὸ μιᾶς νέας μητέρας
ποὺ θηλάζει στὸ φῶς τὸ πρῶτο παιδί της.
Νἆσαι ἥσυχος, Γιόφκωφ, τ᾿ ἄσπρα χελιδόνια σου
περνοῦν κοπαδιαστὰ πάνω ἀπ᾿ τὴ λίμνη Μπαντζάρεβο
περνοῦν πάνω ἀπὸ τοὺς ὑδατοφράχτες τῆς πατρίδας σου
πάνω ἀπ᾿ τοὺς ριζῶνες, τὰ κριθαροχώραφα, τ᾿ ἀμπέλια,
πάνω ἀπ᾿ τὰ χρυσὰ βουνὰ τοῦ λιναριοῦ καὶ τοῦ σταχυοῦ
πάνω ἀπὸ τ᾿ ἀρωματισμένα βουνὰ τῶν καρπῶν,
κάθονται ὁλόλευκα ἀνάμεσα στὰ κόκκινα τοῦβλα τῶν νέων ἐργατικῶν σπιτιῶν.
Κουβεντιάζουν μὲ τοὺς χτίστες γιὰ τὸ νέο τους πλάνο,
κάθονται στοὺς ὤμους τῶν κολχόζνικων, τοὺς συμβουλεύουν,
τοὺς δείχνουν τὰ σημάδια τοῦ καιροῦ στὶς παλάμες τῶν ἄστρων,
κάθονται στὰ κομπάιν δίπλα στοὺς λιοκαμένους θεριστάδες
προσθέτοντας τὴν εὐγένεια τῆς λευκότητάς τους
στοὺς ἀπέραντους ἀριθμοὺς τῆς μαζικῆς παραγωγῆς.
Πὲς στὸν Ἐλίν-Πελὶν πῶς μπορεῖ νὰ ἐπιστρέψει ὁ Ματβέικο ἀπὸ τὸν Ἄλλο Κόσμο
γιατί καὶ δῶ πολλὲς ταβέρνες κλείσανε κι ἀνοίξανε πολλὰ σχολεῖα
γιατί καὶ δῶ τὰ δέντρα ἀνθίζουν πιὸ καλὰ κι ἀπ᾿ τὸν παράδεισο
κι οἱ φορατζῆδες, πές του, λείψανε.
Κι ἡ γριὰ τοῦ Ματβέικο μπορεῖ ν᾿ ἀλλάξει τὸ μαῦρο τσεμπέρι της
μ᾿ ἕνα μαντήλι κλαδωτὸ καὶ νὰ χορέψει σόπτσκο στὴν πλατεῖα τοῦ κολχὸζ
ἢ νὰ μαζέψει φράουλες κι ἀνθισμένα γέλια.
Γιορντὰν Γιόφκωφ, νἆσαι ἥσυχος - τ᾿ ἄσπρα σου χελιδόνια
κάθονται στὴν αὐλὴ τοῦ Μουσείου τῆς Ἐπανάστασης
ἀνεβαίνουν τὶς σκάλες
κάθονται ἀνάμεσα στὰ σοβαρὰ γένια τοῦ Μπλαγκόβιεφ
ὅπως κάθεται ἡ ἐμπιστοσύνη ἀνάμεσα στὶς ἔγνοιες τῶν ἀγωνιστῶν.
Γιορντὰν Γιόφκωφ, ἕνας ἕλληνας ποιητὴς σοῦ φέρνει νέα ἀπ᾿ τὴν πατρίδα σου
Νἆσαι ἥσυχος, σοῦ λέω, τὸ φῶς μεγαλώνει σὲ καλὰ χέρια,
οἱ φράχτες πέσαν ἀπ᾿ τὰ παλιὰ ἀνάκτορα,
τώρα οἱ ἐργάτες καὶ τὰ ζευγαράκια ἀναπαύονται στὸ Βασιλικὸ Κῆπο -
οἱ φράχτες πέσαν, ἀνάμεσα στὰ χωράφια,
τὸ στέρνο τῆς γῆς πλάτυνε ἀπ᾿ τὶς βαθιὲς ἀνάσες τῆς εὐτυχίας -
οἱ φράχτες πέσαν ἀνάμεσα στὶς ψυχές,
ἔτσι νὰ κάνεις νὰ χαμογελάσεις, σοῦ ἀπαντοῦν χίλια χαμόγελα.
Ἂν στήνουν τώρα κάποια φράγματα, αὐτὰ εἶναι κεῖνα
ποὺ βάζουνε τὰ ρωμαλέα μπράτσα τοῦ νεροῦ στὴ δούλεψη τοῦ ἀνθρώπου
ποὺ βάζουνε καὶ τὰ λιανὰ δάχτυλα τῶν ρυακιῶν
νὰ κινοῦν τὰ μοτέρ, νὰ στρίβουν τὸ διακόπτη μέσα στὰ πανεπιστήμια
ν᾿ ἀνάβουν τὸν ἠλεκτρικὸ γλόμπο στὴν κάμαρα τοῦ γέρου ἀγρότη ποὺ μαθαίνει γράμματα
ν᾿ ἀνάβουν τὸ φῶς πάνω ἀπ᾿ τὰ χαρτιά μου
ἀπόψε ποὺ σοῦ κουβεντιάζω, Γιορντὰν Γιόφκωφ.
Μάθε ἀκόμη πὼς τὰ βράδια ἡ σκιὰ εἶναι πιὸ μαλακιὰ στὰ χωράφια
οἱ ἀγελάδες ἔχουν πάντοτε τὰ ἴδια ἀγαθὰ μάτια ποὺ γνώρισες
αὐτὰ τὰ μάτια ποὺ εἶναι σὰ δυὸ μικρὰ ἁλώνια καλοσύνης,
μονάχα ποὺ τὸ καστανό τους χρῶμα γύρισε στὸ χρυσαφί,
γιατί εἶναι τώρα πιὸ πολλὰ καὶ πιὸ χρυσὰ τὰ στάχυα ποὺ ἀντιγράφουνε τὰ μάτια τους.
Καὶ τὸ μουγκάνισμά τους μὲς στὸ φλωροκαπνισμένο δεῖλι δὲν εἶναι πιὰ θλιμμένο.
Σαλεύουν ἀργὰ τὴν οὐρά τους χαϊδεύοντας τὰ γόνατα τῆς γαλήνης.
Σηκώνουν τὸ κεφάλι καὶ κοιτάζουν ἕνα ρόδινο σύννεφο.
Ἴσως νὰ ὀσμίζονται τὴ μυρωδιὰ τοῦ σακακιοῦ σου, Γιόφκωφ.
Εἶδα σειρὲς τὰ κάρα νὰ περνοῦν στὴ δημοσιὰ τοῦ Πλόβντιφ
κατάφορτα σανό, σὰν κινητοὶ ναοὶ τῆς γονιμότητας.
Εἶδα γριὲς κολχόζνικες νὰ πίνουν μπύρα στὰ παλάτια τοῦ Μπόροβετς
μὲ τὸ χαράκι τῆς ὀργῆς σβησμένο ἀνάμεσα στὰ φρύδια τους.
Ἕνα χαμόγελο ἔχει ντύσει τὰ βασανισμένα χρόνια τους
ἔτσι ποὺ ντύνει μὲ λουλούδια ἡ ἄνοιξη τὰ μαῦρα βράχια.
Α, κι ἡ σιωπή, Γιορντάν, ποὺ γνώρισες -ἡ δίβουλη κι ἀπέραντη σιωπή-
τὶς νύχτες ποὺ τ᾿ ἀστέρια μπλέκανε τὰ δάχτυλά τους σὲ μιὰ προσευχὴ ἀνεξήγητη,
δὲν εἶναι πιὰ ἡ σιωπὴ σὰν αἴνιγμα
σὰ βῆμα ποὺ δὲν ξέρει ποὺ πηγαίνει
σὰ φόβος ποὺ παραμονεύει καὶ στὶς τέσσερις γωνιὲς τῆς νύχτας
σὰ μιὰ φωνὴ ἀπὸ ἀλλοῦ ποὺ κρύβεται πίσω ἀπ᾿ τὴ ράχη σου
μὲ μιὰ αἰχμηρὴ ἀστραπὴ σὰ μαχαῖρι στὸ χέρι ἑνὸς ἴσκιου -
τώρα ἡ σιωπὴ εἶναι σὰν τὰ ἥμερα μάτια ἑνὸς ζῴου ποὺ σοῦ δίνει τὸ γάλα του
εἶναι ἡ σιγουριὰ τῆς αὐριανῆς δουλειᾶς
ἡ στρογγυλὴ σιγουριὰ τοῦ ψωμιοῦ καὶ τοῦ γέλιου
ἡ σιγουριὰ τοῦ τραγουδιοῦ καὶ τοῦ βιβλίου.
Γιόφκωφ, ἂν εἶδες κάποια ἀδεξιότητα στὸ νέο γέλιο τῶν ἀνθρώπων
ἂν εἶδες κάποια ἀμηχανία στὸ νέο τραγούδι της
εἶναι ἡ ἀδεξιότητα τῆς χαρᾶς ὅταν φορᾶμε καινούρια ροῦχα
ὅταν φορᾶμε καινούρια παπούτσια μία Κυριακὴ κατάφωτη
- κοντοστεκόμαστε λίγο κάτω ἀπ᾿ τὰ δέντρα
νὰ διορθώνουμε ἕνα λουλούδι σ᾿ ἕνα ποτήρι μὲ νερό.
Γι᾿ αὐτὸ σοῦ λέω νἆσαι ἥσυχος - Γιορντὰν Γιόφκωφ.
Ἄλλο δὲν ἔχω νὰ σοῦ πῶ. Α, ναί. Κι ἕνα ἄσπρο χελιδόνι σου
Μεθαύριο θὰ τὸ μεταφέρω στὴν Ἑλλάδα - ἕνα ἄσπρο φῶς
εἰρηνικὸ χαιρετισμὸ ἀπ᾿ τὰ χέρια τῆς πατρίδας σου,
ἕνα ἄσπρο φῶς ποὺ φέγγει ἕνα τοπίο περιστεριών, τριαντάφυλλων καὶ δυνατῶν χεριῶν.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
-
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ (1900-1971)
Ἄρνηση
Στὸ περιγιάλι τὸ κρυφὸ
κι ἄσπρο σὰν περιστέρι
διψάσαμε τὸ μεσημέρι
μὰ τὸ νερὸ γλυφό.
Πάνω στὴν ἄμμο τὴν ξανθὴ
γράψαμε τ᾿ ὄνομά της
ὡραῖα ποὺ φύσηξεν ὁ μπάτης
καὶ σβήστηκε ἡ γραφή.
Μὲ τί καρδιά, μὲ τί πνοή,
τί πόθους καὶ τί πάθος
πήραμε τὴ ζωή μας· λάθος!
κι ἀλλάξαμε ζωή.
Ἀφήγηση
(μελοποίηση: Μίλτος Πασχαλίδης)
Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας
Κανεὶς δὲν ξέρει νὰ πεῖ γιατί
Κάποτε νομίζουν πὼς εἶναι οἱ χαμένες ἀγάπες
Σὰν κι αὐτὲς ποὺ μᾶς βασανίζουνε τόσο
Στὴν ἀκροθαλασσιὰ τὸ καλοκαίρι μὲ τὰ γραμμόφωνα
Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι φροντίζουν τὶς δουλειές τους
Ἀτέλειωτα χαρτιὰ παιδιὰ ποὺ μεγαλώνουν
Γυναῖκες ποὺ γερνοῦνε δύσκολα
Αὐτὸς ἔχει δυὸ μάτια σὰν παπαροῦνες
Σὰν ἀνοιξιάτικες κομμένες παπαροῦνες
Καὶ δυὸ βρυσοῦλες στὶς κόχες τῶν ματιῶν
Πηγαίνει μέσα στοὺς δρόμους ποτὲ δὲν πλαγιάζει
Δρασκελώντας μικρὰ τετράγωνα στὴ ράχη τῆς γῆς
Μηχανὴ μιᾶς ἀπέραντης ὀδύνης
Ποὺ κατάντησε νὰ μὴν ἔχει σημασία
Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ μιλᾶ μοναχὸ καθὼς περνοῦσε
Γιὰ σπασμένους καθρέφτες πρὶν ἀπὸ χρόνια
Γιὰ σπασμένες μορφὲς μέσα στοὺς καθρέφτες
Ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συναρμολογήσει πιὰ κανεὶς
Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ λέει γιὰ τὸν ὕπνο
Εἰκόνες φρίκης στὸ κατώφλι τοῦ ὕπνου
Τὰ πρόσωπα ἀνυπόφορα ἀπὸ τὴ στοργή
Τὸν συνηθίσαμε εἶναι καλοβαλμένος κι ἥσυχος
Μονάχα ποὺ πηγαίνει κλαίγοντας ὁλοένα
Σὰν τὶς ἰτιὲς στὴν ἀκροποταμιὰ ποὺ βλέπεις ἀπ᾿ τὸ τρένο
Ξυπνώντας ἄσχημα κάποια συννεφιασμένη αὐγὴ
Τὸν συνηθίσαμε δὲν ἀντιπροσωπεύει τίποτα
Σὰν ὅλα τὰ πράγματα ποὺ ἔχετε συνηθίσει
Καὶ σᾶς μιλῶ γι᾿ αὐτὸν γιατί δὲ βρίσκω τίποτα
Ποὺ νὰ μὴν τὸ συνηθίσατε
Προσκυνῶ
2 comments:
Some of the poetry read like beatnik poetry of Ginsburg and Ferlinghetti.
Allen Ginsberg).I used to call my self "beatnick" when I was a teenager.
ON THE ROAD AGAIN
Post a Comment